Κελτίβηρ

Κελτίβηρ
ο (Α Κελτίβηρ) (στον πληθ. οι Κελτίβηρες
αρχαίο φύλο τής Ισπανίας που προήλθε από ανάμιξη Κελτών και Ιβήρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κελτιβηρικός — ή, ό [Κελτίβηρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο τών Κελτιβήρων τής Ισπανίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”